- ὑμενήϊος
- ὑμενήϊος [pron. full] [ῠ], ὁ, epith. of Dionysus, AP9.524.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμενήϊος — ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου ως θεού τής χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν*, ένος + επίθημα ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ὑμενηίους — ὑμενήιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενήιον — ὑμενήιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)